Ο εκπληκτικός κόσμος της λαϊκής μυθιστοριογραφίας όπου ο Λ. Ρον Χάμπαρντ κυριάρχησε για σχεδόν δύο δεκαετίες: Όπως καταλαβαίνουμε ακόμη και μετά από μια βιαστική ματιά στα έργα του, τα διηγήματά του καλύπτουν κάθε πιθανό λογοτεχνικό είδος – από διαγαλαξιακά ταξίδια μέχρι γουέστερν, ιστορίες μυστηρίου, περιπέτειας και ακόμα και ρομάντζα.

Συγγραφέας

«Αυτό που δεν είναι γενικά γνωστό» παρατήρησε κάποτε ο Λ. Ρον Χάμπαρντ «είναι ότι χρηματοδότησα την έρευνά μου γράφοντας». Παρ’ όλα αυτά και παρά τα όσα επακολούθησαν από την έρευνά του, η λογοτεχνική κληρονομιά του Λ. Ρον Χάμπαρντ είναι από μόνη της μεγαλοπρεπής. Έχοντας δημοσιεύσει 15 εκατομμύρια λέξεις από το 1929 ως το 1941, το όνομα Λ. Ρον Χάμπαρντ υπήρξε ουσιαστικά συνώνυμο με τη λαϊκή μυθιστοριογραφία κατά τις δεκαετίες του 1930 και του 1940. Για να λέμε την αλήθεια, όπως διακήρυττε ο φίλος του, συγγραφέας κι αυτός, Φρέντερικ Πολ: «Τη στιγμή που οι ιστορίες του Ρον εμφανίστηκαν στα περίπτερα, έγιναν μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς όλων των θαυμαστών του είδους». Και λαμβάνοντας υπόψη τον όγκο του έργου του όλα αυτά τα χρόνια –πάνω από διακόσια διηγήματα και νουβέλες που καλύπτουν όλα τα δημοφιλή είδη: μυστήριο, γουέστερν, περιπέτεια, φαντασία, επιστημονική φαντασία, ακόμα και ρομάντζα–, αυτή η πολιτιστική κληρονομιά ήταν πράγματι πλούσια.

Έτσι, η κυρίως παραγωγή του Λ. Ρον Χάμπαρντ μέσα σ’ αυτά τα χρόνια ήταν τα λεγόμενα pulps, τα έργα της λαϊκής μυθιστοριογραφίας. Αυτή η ονομασία προήλθε από το χαρτί πάνω στο οποίο τυπώνονταν και το οποίο ήταν φτιαγμένο από τον πολτό κορμών δέντρων (pulpwood stock), αποτελούσαν, δε, τις πιο δημοφιλείς εκδόσεις της εποχής τους. Στην πραγματικότητα, με περίπου 30 εκατομμύρια τακτικούς αναγνώστες –το ένα τέταρτο του αμερικανικού πληθυσμού– ο αντίκτυπός τους ήταν πραγματικά μοναδικός μέχρι που εμφανίστηκε η τηλεόραση. Αλλά, εάν η λαϊκή μυθιστοριογραφία ήταν πρώτα απ’ όλα ένα δημοφιλές μέσο, δε στερούνταν κατά κανέναν τρόπο τη λογοτεχνική αξία. Ανάμεσα σε άλλους που ξεκίνησαν τη σταδιοδρομία τους σε περιοδικά όπως τα Argosy, Astounding Science Fiction, Black Mask και Five-Novels Monthly περιλαμβάνονταν και ο Ρέιμοντ Τσάντλερ, ο Ντάσιελ Χάμετ, ο Έντγκαρ Ράις Μπάροουζ και ο Ρόμπερτ Χαϊνλάιν. Επομένως, είχε σημασία το ότι ο Λ. Ρον Χάμπαρντ ατένιζε με περηφάνια εκείνες τις «παλιές καλές μέρες», μιλώντας για όλες τις βραδιές που πέρασε με τον σπουδαίο Ντας Χάμετ, τον Έντγκαρ «Ταρζάν» Μπάροουζ και τον άνθρωπο που ήταν η προσωποποίηση της λαϊκής μυθιστοριογραφίας, τον Άρθουρ Τζ. Μπερκς. Και, παρότι ο Λ. Ρον Χάμπαρντ δε μιλούσε για το δικό του στάτους, αυτό δε μειώνει τη θρυλική του παρουσία.

«Κατά τη συγγραφή μιας περιπέτειας, ο συγγραφέας πρέπει να γνωρίζει ότι ζει μια περιπέτεια για λογαριασμό πολλών ανθρώπων που δεν μπορούν να τη ζήσουν. Ο συγγραφέας πρέπει να τους μεταφέρει εδώ κι εκεί, σε όλη την υδρόγειο και να τους δείχνει δράση, έρωτα και ρεαλισμό».

– Λ. Ρον Χάμπαρντ

Όπως μάλιστα θυμόταν ο Φρέντερικ Πολ: «Κανείς δεν έκανε καλύτερα αυτό που έκανε εκείνος... ζωντανά, συναρπαστικά, με διαρκείς προκλήσεις». Η συζήτηση γινόταν για την πρώτη μεγάλου μήκους νουβέλα του Λ. Ρον Χάμπαρντ, το Buckskin Brigades (Ταξιαρχίες του Ελαφοτόμαρου). Το Buckskin Brigades, που αναγνωρίστηκε ως ένα από τα πρώτα δημοφιλή έργα που πρόσφεραν μια ακριβή εικόνα για τους Μαυροπόδαρους Ινδιάνους, αντικατόπτριζε όλα όσα περιέγραψε ο Πολ κι ακόμα περισσότερα. Η νουβέλα, ένα «σαφώς σπάνιο είδος ρομαντικού διηγήματος», όπως δήλωσαν οι New York Times, αποτέλεσε μια από τις πρώτες πραγματικές ανατροπές για κάτι που είχε καταντήσει εθνικό κλισέ: τον ιθαγενή Αμερικανό ως αγριάνθρωπο δολοφόνο. Αντιθέτως, όπως επρόκειτο να δηλώσουν τα Μέλη του Συμβουλίου του Έθνους των Μαυροπόδαρων: «Ποτέ τα ήθη και η ηθική μας δεν παρουσιάστηκαν με τόση σαφήνεια». Το Buckskin Brigades χαρακτηρίζεται επιπλέον ως μοναδικό έργο βάσει του γεγονότος ότι έφτασε στους καταλόγους των μπεστ σέλερ περίπου σαράντα χρόνια μετά την αρχική του έκδοση.

Η πραγματικά εκπληκτική ευελιξία και η ταχύτητα παραγωγής του Λ. Ρον Χάμπαρντ αποτελούσαν αντικείμενο ευρύτατου σχολιασμού όταν αναφερόταν κανείς στο έργο του κατά τη δεκαετία του 1930. Εάν κάποιος χρειαζόταν μια ιστορία τη Δευτέρα, έλεγε ο εκδότης Τζακ Σκιφ του Standard Magazines, αρκούσε μόνο να πάρει τηλέφωνο τον Ρον Χάμπαρντ την Παρασκευή, και αυτό που έλεγε δεν ήταν υπερβολή. Έχοντας σταθερή παραγωγή 70.000 με 100.000 λέξεις τον μήνα, ο Λ. Ρον Χάμπαρντ έγινε ο βασιλιάς των συγγραφέων με υψηλή ταχύτητα παραγωγής (και αυτό δουλεύοντας μόνο τρεις ημέρες την εβδομάδα και για κάθε κύριο συγγραφικό είδος).

Ως σεναριογράφος για το Χόλιγουντ, την ίδια περίοδο, είχε έναν τεράστιο όγκο παραγωγής για ταινίες όπως εκείνες της Columbia: The Mysterious Pilot και The Great Adventures of Wild Bill Hickok, και η The Spider Returns της Warner Brothers ήταν επίσης αξιοσημείωτη, ενώ το The Secret of Treasure Island του Λ. Ρον Χάμπαρντ ήταν ένα από τα πιο κερδοφόρα σίριαλ εκείνης της εποχής. Και η δουλειά του Λ. Ρον Χάμπαρντ για το Χόλιγουντ τη δεκαετία του 1937 δεν ήταν η μόνη συμβολή του στον κινηματογράφο: στην πραγματικότητα, ανάμεσα στα τελευταία έργα του κατά τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 υπάρχουν πολλά σενάρια σε μια ποικιλία θεματικών ειδών.

Ωστόσο, παρά την ποικίλη και κολοσσιαία παραγωγή του, καμιά συζήτηση για τον ρόλο του Λ. Ρον Χάμπαρντ στην αμερικανική μυθιστοριογραφία δεν είναι πλήρης αν δε λάβουμε υπόψη μας την παρέμβασή του στην αναμόρφωση της επιστημονικής φαντασίας και την αληθινά ανεξίτηλη σφραγίδα του στα έργα φαντασίας.

Η χρονιά ήταν το 1938, και παρότι ο Λ. Ρον Χάμπαρντ δεν ήταν ακόμα ακριβώς ένα πασίγνωστο όνομα, η εμφάνιση του ονόματός του στο εξώφυλλο του περιοδικού Thrilling Adventures ή του Five‑Novels Monthly ήταν εγγύηση για άμεση εκτόξευση της κυκλοφορίας τους στα ύψη. (Το ίδιο επίσης ισχύει και για πολλά από τα ψευδώνυμα που χρησιμοποιούσε o Λ. Ρον Χάμπαρντ για να καλύψει όλα τα λογοτεχνικά είδη.) Ελπίζοντας να επωφεληθεί από αυτήν ακριβώς τη δημοτικότητα, ο εκδοτικός γίγαντας Street & Smith επιστράτευσε τον Λ. Ρον Χάμπαρντ για να βοηθήσει στην αναμόρφωση του νεοαποκτηθέντος περιοδικού Astounding Science Fiction. Παρά το γεγονός ότι δεν ήταν καθόλου εξοικειωμένος μ’ αυτό το είδος, ο Λ. Ρον Χάμπαρντ έδειξε παρ’ όλα αυτά ενδιαφέρον στην πρόταση αυτή. Γιατί, ενώ το περιοδικό Astounding είχε προηγουμένως εστιάσει σε απίθανα μηχανήματα διαστημόπλοια, ακτινοπίστολα και ρομπότ ο εκδοτικός οίκος Street & Smith είχε αποφασίσει ότι το περιοδικό έπρεπε να στραφεί σε πιο ανθρώπινες καταστάσεις με πλήρως αναγνωριζόμενους χαρακτήρες, δηλαδή να στραφεί προς «αληθινούς ανθρώπους».

Το αποτέλεσμα ήταν ένα σύνολο λογοτεχνικών έργων που θα βρίσκεται για πάντα στην κορυφή της καταξίωσης στον χώρο της λογοτεχνίας του φανταστικού. Για να αναφέρουμε μόνο ένα από τα αρχικά, κλασικά μυθιστορήματα του Λ. Ρον Χάμπαρντ, το Final Blackout, για το οποίο ο Ρόμπερτ Χαϊνλάιν δήλωσε ότι είναι «το τελειότερο έργο επιστημονικής φαντασίας που έχει γραφτεί μέχρι σήμερα». Επίσης, από αυτή τη συμφωνία με τον εκδοτικό οίκο Street & Smith προέκυψε η επέλαση του Λ. Ρον Χάμπαρντ στο πεδίο της φαντασίας με το έργο του, που αποτέλεσε ορόσημο για την εποχή, Fear. Όντας απόσταγμα των εθνολογικών του ερευνών, το Fear περιγράφει τη σύγκρουση μεταξύ της επιστήμης και της δεισιδαιμονίας που τελικά οδήγησε τον άρχοντα του τρόμου Στίβεν Κινγκ να το χαρακτηρίσει ως «ένα από τα λίγα βιβλία στα έργα θρίλερ για το οποίο πραγματικά αξίζει να χρησιμοποιήσουμε το χιλιοειπωμένο επίθετο “κλασικό”, καθώς είναι “μια κλασική ανατριχιαστική ιστορία σουρεαλιστικής απειλής και τρόμου”».

Όπως και να έχει, το Fear δεν ήταν σε καμία περίπτωση το μόνο έργο του Λ. Ρον Χάμπαρντ που άξιζε τον χαρακτηρισμό κλασικό. Μετά από τριάντα χρόνια απουσίας από τη μυθιστοριογραφία, κατά την οποία αφοσιώθηκε στην ανάπτυξη της Dianetics και της Scientology, ο Λ. Ρον Χάμπαρντ επέστρεψε κατά τη δεκαετία του 1980 με δύο μνημειώδη μπεστ σέλερ, το Battlefield Earth, το μεγαλύτερο μονότομο έπος επιστημονικής φαντασίας, καθώς και το δεκάτομο Mission Earth, με 1,2 εκατομμύρια λέξεις.

Το Battlefield Earth, που είχε αναγγελθεί ως ένα «τεραστίων διαστάσεων, ολοζώντανο έπος» και για το οποίο ο Α. Ε. βαν Βογκτ είχε πει ότι έχει «διάχυτα στοιχεία σπουδαίου λαϊκού μυθιστορήματος σε κάθε του γραμμή» είναι ένα μυθιστόρημα θρυλικών διαστάσεων και εξακολουθεί να παραμένει ένα από τα βιβλία επιστημονικής φαντασίας με τις μεγαλύτερες πωλήσεις. Επιπλέον, ήταν το πρώτο μπεστ σέλερ που ανήκει στο είδος αυτό μετά από δέκα χρόνια και πλέον, ενώ συνέχισε να βρίσκεται στην κορυφή των καταλόγων για οκτώ ολόκληρους μήνες μετά από την αρχική του έκδοση. Δικαίως λοιπόν αποδόθηκε σ’ αυτό η επιστροφή της επιστημονικής φαντασίας στο προσκήνιο της λαϊκής λογοτεχνίας, αλλά εκτός αυτού είναι το απόλυτο ορόσημο. Έτσι κέρδισε από την Ακαδημία Ταινιών Επιστημονικής Φαντασίας, Φαντασίας και Τρόμου, το Βραβείο Golden Scroll, καθώς και το Βραβείο Saturn. Το έργο αυτό έλαβε επίσης το ιταλικό Βραβείο Tetradramma d’Oro (λόγω του εγγενούς μηνύματος της ιστορίας για ειρήνη), καθώς κι ένα ειδικό Βραβείο Gutenberg ως μια εξαίρετη συνεισφορά στο είδος.

Το ίδιο διάσημη υπήρξε η σειρά Mission Earth με το Βραβείο Cosmos 2000, από Γάλλους αναγνώστες, καθώς και το Βραβείο Επιστημονικής Φαντασίας Nova από την Εθνική Επιτροπή Επιστημονικής Φαντασίας και Φαντασίας της Ιταλίας (μια ιδιαίτερη τιμή, αν λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι ο Λ. Ρον Χάμπαρντ ήταν ο πρώτος μη Ιταλός συγγραφέας που έλαβε αυτό το βραβείο). Η σειρά αυτή έχει μείνει επίσης στην ιστορία εξαιτίας του γεγονότος ότι καθένας από τους τόμους της ανέβηκε κατευθείαν στις διεθνείς λίστες των μπεστ σέλερ, που είναι ένας ακατόρθωτος άθλος στην ιστορία των εκδόσεων.

Αλλά και τα μεταγενέστερα μυθιστορήματα του Λ. Ρον Χάμπαρντ συνέχισαν να γράφουν ιστορία. Το Battlefield Earth, για παράδειγμα επέστρεψε επανειλημμένα στις λίστες των μπεστ σέλερ και πρόσφατα μετά από ψηφοφορία αναδείχτηκε ως ένα από τα τριακόσια καλύτερα μυθιστορήματα στην αγγλική γλώσσα των τελευταίων εκατό ετών. Επιπλέον, πέρα από τα μη λογοτεχνικά του έργα, εμφανίζονταν ούτε λίγο ούτε πολύ τριάντα τίτλοι του Λ. Ρον Χάμπαρντ συνεχώς σε διεθνείς λίστες μπεστ σέλερ κατά τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, κι αυτός είναι άλλος ένας ανεπανάληπτος άθλος στα χρονικά της εκδοτικής ιστορίας. Το Mission Earth και το Battlefield Earth αποτελούν επιπλέον πρότυπα έργα για τη δημιουργική συγγραφή σε πολυάριθμα κολέγια και πανεπιστήμια, ενώ ο ίδιος ο Λ. Ρον Χάμπαρντ πλέον είναι ένας από τους πιο πολυδιαβασμένους συγγραφείς όχι μόνο της σημερινής εποχής, αλλά και όλων των εποχών.